Σισυφίδες

Σισυφίδες
οι / Σισυφίδαι, ΝΑ
1. οι απόγονοι τού Σισύφου
2. συνεκδ. οι Κορίνθιοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σίσυφος + πατρωνυμική κατάλ. -ίδης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλήτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”